ταλαύρινον

ταλαύρινον
ταλαύρῑνον , ταλαύρινος
bearing a shield of bull's-hide
masc/fem acc sg
ταλαύρῑνον , ταλαύρινος
bearing a shield of bull's-hide
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταλαύρινος — ον, Α 1. (συν. ως προσωνυμία τού Άρεως) αυτός που μάχεται με τη βοήθεια ασπίδας από χοντρό δέρμα ταύρου («...πρίν γ ἢ ἕτερόν γε πεσόντα αἵματος ἆσαι Ἄρηα, ταλαύρινον πολεμιστήν», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ταλαύρινον α) με δύναμη, ισχυρά β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”